-
1 холодно
холодно 1. нареч. ψυχρά, κρύα* \холодно встретить кого-л. δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή 2, предик, κάνει ψύχρα, κάνει κρύο; сегодня очень \холодно σήμερα κάνει πολλή ψύχρα; мне \холодно κρυώνω* * *1. нареч.ψυχρά, κρύα2. предик.хо́лодно встре́тить кого́-л. — δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή
κάνει ψύχρα, κάνει κρύοсего́дня о́чень хо́лодно — σήμερα κάνει πολλή ψύχρα
мне хо́лодно — κρυώνω
См. также в других словарях:
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek